- δικονομικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη δικονομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δικονομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αχιλλέα Αγαθόνικο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δικονομία ή έχει σχέση μ’ αυτή: Η απόφαση ήταν άδικη, γιατί υπήρξε δικονομική παρατυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαράδεκτος — κ. χτος, η, ο (Α ἀπαράδεκτος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες 2. μία από τις μορφές… … Dictionary of Greek
σαλικός — ή, ό, Ν [Σάλιοι (ΙΙ)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαλίους Φράγκους, ομάδα φύλων τής Κάτω Γερμανίας (α. «σαλικός νόμος» ποινικός και δικονομικός κώδικας τών Σαλίων Φράγκων, ο σπουδαιότερος από όλους τους τευτονικούς κώδικες νόμων, που… … Dictionary of Greek
συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… … Dictionary of Greek